ἐπινέφελος

ἐπινέφελος
ἐπινέφελος
clouded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επινέφελος — ο (Α ἐπινέφελος, ον) νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός αρχ. 1. συννεφιασμένος, νεφελώδης 2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.) 3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα… …   Dictionary of Greek

  • ἐπινέφελον — ἐπινέφελος clouded masc/fem acc sg ἐπινέφελος clouded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινεφέλοις — ἐπινέφελος clouded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινεφέλων — ἐπινέφελος clouded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινέφελα — ἐπινέφελος clouded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινέφελοι — ἐπινέφελος clouded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

  • ροφός — (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”